μήν,\ μηνός

μήν,\ μηνός
месяц

Ancient Greek-Russian simple. 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μήν,\ μηνός" в других словарях:

  • πάμμηνος — πάμμηνος, ον (Α) 1. αυτός που διαρκεί όλους τους μήνες τού έτους, όλο το έτος 2. φρ. «πάμμηνος σελήνη» πανσέληνος (Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μηνος (< μην, μηνός), πρβλ. έμ μηνος] …   Dictionary of Greek

  • πεντάμηνος — η, ο / πεντάμηνος και πεντέμηνος, ον, ΝΑ αυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία ίση με πέντε μήνες 2. αυτός που αποτελείται ή περιλαμβάνει πέντε μήνες («πεντάμηνοι περίοδοι», Πλούτ.) 3. αυτός που γεννήθηκε τον πέμπτο μήνα μετά τη σύλληψη 4. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόμηνος — ὁ, Α αυτός που αναλαμβάνει δημόσια λειτουργία κατά τον πρώτο μήνα τού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + μηνος (< μην, μηνός), πρβλ. πάμ μηνος] …   Dictionary of Greek

  • σύμμηνος — ὁ, Α συνάδελφος στη μηνιαία επιτροπή τών ναοποιών, τών υπαλλήλων που ήταν επιφορτισμένοι με το έργο τής επιμέλειας τών ιερών οικοδομημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μηνος (< μήν, μηνός «μήνας»), πρβλ. ἔκ μηνος] …   Dictionary of Greek

  • τετράμηνος — η, ο / τετράμηνος, ον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετράμεινος, ον, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τεσσάρων μηνών («τετράμηνη προθεσμία») 2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων μηνών («ὗες ὀχεύονται μὲν καὶ ὀχεύουσι τετράμηνοι», Αριστοτ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • τρίμηνος — η, ο / τρίμηνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελείται από τρεις μήνες 2. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες («τρίμηνη προθεσμία») 3. αυτός που έχει ηλικία τριών μηνών 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίμηνο(ν) χρονική περίοδος τριών μηνών, τριμηνία αρχ. 1. το θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • τρεισκαιδεκάμηνος — και τρισκαιδεκάμηνος, ον, Α αυτός που περιλαμβάνει δεκατρείς μήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + μηνος (< μήν, μηνός), πρβλ. εξά μηνος] …   Dictionary of Greek

  • αρχίμηνος — ἀρχίμηνος, η (Μ) η πρώτη μέρα του μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + μηνός < μην, μηνός (πρβλ. δεκάμηνος, ηλιτόμηνος, πάμμηνος)] …   Dictionary of Greek

  • δεκαεννεάμηνος — και δεκαεννιάμηνος, η, ο 1. ηλικίας δεκαεννιά μηνών 2. διάρκειας δεκαεννιά μηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαεννέα + μηνος < μην (μηνός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • οκτάμηνος — και οχτάμηνος, η, ο (Α ὀκτάμηνος και ὀκτώμηνος, ον, θηλ. πληθ. και ὀκτάμηνοι) 1. αυτός που βρίσκεται στον όγδοο μήνα, που έχει ηλικία οκτώ μηνών 2. αυτός που διαρκεί οκτώ μήνες («οκτάμηνη θητεία») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οκτάμηνο χρονική… …   Dictionary of Greek

  • πρωτομηνιά — η / πρωτομηνία, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατομηνία Α η πρώτη μέρα κάθε μήνα, αρχιμηνιά μσν. μέρα που ως αρχή νέας χρονικής περιόδου περιβάλλεται από ορισμένες συνήθειες που, κατά την παράδοση, μπορούν να επηρεάσουν την αίσια έκβασή της. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»